- λιποθυμικός
- λῐποθῡμ-ικός, ή, όν,A subject to fainting fits, Hp.Liqu.2, Antyll. ap. Orib.7.7.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιποθυμικός — ή, ό (Α λιποθυμικός, ή, όν) [λιποθυμία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιποθυμία αρχ. αυτός που υπόκειται σε λιποθυμία … Dictionary of Greek
λιποθυμικόν — λιποθυμικός subject to fainting fits masc acc sg λιποθυμικός subject to fainting fits neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)